- ἐγγυήσεως
- ἐγγυήσεω̆ς , ἐγγύησιςsecurityfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διεγγύηση — η (Α διεγγύησις) [διεγγυώ] νεοελλ. ενεχυρίαση αρχ. 1. παροχή εγγυήσεως 2. η παροχή εγγυήσεως για την απελευθέρωση κάποιου … Dictionary of Greek
εγγυοδοσία — η 1. η πράξη τής παροχής εγγυήσεως 2. (νομ.) η παροχή εγγυήσεως με δικαστική απόφαση από τον ένα διάδικο στον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
ευσυνδεξίαστος — εὐσυνδεξίαστος, ον (Α) πιστός στην εκτέλεση ανειλημμένης εγγυήσεως που ανέλαβε … Dictionary of Greek